- χαριεντοτης
- χαριεντότηςχᾰριεντότης-ητος ἥ изящество, тж. остроумие Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
χαριεντότης — ητος, ἡ, Α [χαρίεις, εντος] κομψός τρόπος … Dictionary of Greek
χαριεντότητα — χαριεντότης gracefulness of manner fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριεντότητας — χαριεντότης gracefulness of manner fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)